μητατωρικός

μητατωρικός
μητατωρικός και μητατορικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. metatōrius, -a, -um (< metator, -oris «ο καταμετρών, ο γεωμέτρης»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”